- κατοικτείρει
- κατοικτείρωhave mercyaor subj act 3rd sg (epic)κατοικτείρωhave mercypres ind mp 2nd sgκατοικτείρωhave mercypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικτείρω — και κατοικτίρω (ΑΜ) 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τόν τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.) 2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek